1. Λέξη
    αναξιόπιστος (επίθετο) - (παρόμοια: αξιόπιστος)
  2. Συνώνυμα
    • αμφίβολος
    • ασυνείδητος
    • ψεύτικος
    • απατηλός
    4
  3. Αντώνυμα
    • αξιόπιστος
    • έμπιστος
    • ειλικρινής
    • πιστός
    4
  4. Ορισμός
    • Που δεν μπορεί να εμπιστευτεί κανείς ή δεν είναι αξιόπιστος.
    • Που δεν εμπνέει εμπιστοσύνη ή δεν είναι αληθινός.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο αναξιόπιστος μάρτυρας έδωσε ψευδείς πληροφορίες.
    • Η αναξιόπιστη πηγή δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την έρευνα.
    2