1. Λέξη
    αξιόπιστος (επίθετο) - (παρόμοια: αναξιόπιστος - άπιστος)
  2. Συνώνυμα
    • έμπιστος
    • αξιόπιστος
    • πιστός
    • αξιόλογος
    4
  3. Αντώνυμα
    • αναξιόπιστος
    • απίστευτος
    • ύποπτος
    • αμφίβολος
    4
  4. Ορισμός
    • Που μπορεί να εμπιστευτεί κανείς, που δεν εξαπατά.
    • Που χαρακτηρίζεται από αξιοπιστία και εμπιστοσύνη.
    • Που είναι αξιόπιστος και αξιόλογος.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Ο αξιόπιστος φίλος μου πάντα με βοηθάει στις δυσκολίες.
    • Αυτή η εφημερίδα είναι γνωστή για τις αξιόπιστες πληροφορίες της.
    • Μια αξιόπιστη πηγή μας έδωσε τα στοιχεία για το περιστατικό.
    3