Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
αξιόπιστος (επίθετο) - (παρόμοια:
αναξιόπιστος
-
άπιστος
)
Συνώνυμα
έμπιστος
αξιόπιστος
πιστός
αξιόλογος
4
Αντώνυμα
αναξιόπιστος
απίστευτος
ύποπτος
αμφίβολος
4
Ορισμός
Που μπορεί να εμπιστευτεί κανείς, που δεν εξαπατά.
Που χαρακτηρίζεται από αξιοπιστία και εμπιστοσύνη.
Που είναι αξιόπιστος και αξιόλογος.
3
Παραδείγματα
Ο αξιόπιστος φίλος μου πάντα με βοηθάει στις δυσκολίες.
Αυτή η εφημερίδα είναι γνωστή για τις αξιόπιστες πληροφορίες της.
Μια αξιόπιστη πηγή μας έδωσε τα στοιχεία για το περιστατικό.
3