Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
αναπαράγω (ρήμα) - (παρόμοια:
αναπαράγομαι
-
αναπαράσταση
-
παράγω
-
αναπαριστώ
-
αναπαραχθώ
-
αναπαραγωγή
)
Συνώνυμα
αντιγράφω
επαναλαμβάνω
μιμούμαι
αναπαριστάνω
4
Αντώνυμα
δημιουργώ
καινοτομώ
εφευρίσκω
3
Ορισμός
Παράγω ξανά ή εκ νέου κάτι.
Αντιγράφω ή επαναλαμβάνω κάτι με ακρίβεια.
Παριστάνω ή μιμούμαι κάτι ή κάποιον.
3
Παραδείγματα
Ο φωτοτυπικός μηχανισμός μπορεί να αναπαράγει έγγραφα με μεγάλη ακρίβεια.
Η ορχήστρα αναπαράγει τα έργα του Μότσαρτ με πιστότητα στο πρωτότυπο.
Ο ηθοποιός αναπαράγει τον χαρακτήρα του με τρόπο που θυμίζει τον πραγματικό άνθρωπο.
3