Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
παράγω (ρήμα) - (παρόμοια:
παράγκα
-
παράγομαι
-
αναπαράγω
-
παράγοντας
-
παράγραφος
)
Συνώνυμα
δημιουργώ
προκαλώ
προξενώ
3
Αντώνυμα
καταστρέφω
εξαλείφω
αναιρώ
3
Ορισμός
1. Δημιουργώ κάτι νέο ή προκαλώ την εμφάνιση κάποιου φαινομένου.
2. Εκτελώ μια διαδικασία ή μια ενέργεια που οδηγεί σε ένα συγκεκριμένο αποτέλεσμα.
2
Παραδείγματα
Η εταιρεία παράγει ηλεκτρική ενέργεια από ανανεώσιμες πηγές.
Η έκθεση αυτή παράγει μεγάλο ενδιαφέρον στο κοινό.
2