1. Λέξη
    παράγω (ρήμα) - (παρόμοια: παράγκα - παράγομαι - αναπαράγω - παράγοντας - παράγραφος)
  2. Συνώνυμα
    • δημιουργώ
    • προκαλώ
    • προξενώ
    3
  3. Αντώνυμα
    • καταστρέφω
    • εξαλείφω
    • αναιρώ
    3
  4. Ορισμός
    • 1. Δημιουργώ κάτι νέο ή προκαλώ την εμφάνιση κάποιου φαινομένου.
    • 2. Εκτελώ μια διαδικασία ή μια ενέργεια που οδηγεί σε ένα συγκεκριμένο αποτέλεσμα.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Η εταιρεία παράγει ηλεκτρική ενέργεια από ανανεώσιμες πηγές.
    • Η έκθεση αυτή παράγει μεγάλο ενδιαφέρον στο κοινό.
    2