1. Λέξη
    αναπηρία (ουσιαστικό) - (παρόμοια: αναπηρικός)
  2. Συνώνυμα
    • ανικανότητα
    • αδυναμία
    • εμπόδιο
    3
  3. Αντώνυμα
    • ικανότητα
    • δύναμη
    • ευεξία
    3
  4. Ορισμός
    • Η κατάσταση στην οποία ένα άτομο έχει σωματικές, νοητικές ή αισθητηριακές δυσκολίες που περιορίζουν τις καθημερινές του δραστηριότητες.
    • Η έλλειψη ικανότητας να εκτελεί κανείς συγκεκριμένες εργασίες ή δραστηριότητες λόγω σωματικών ή ψυχικών προβλημάτων.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Η αναπηρία του τον εμπόδιζε να κινηθεί ανεξάρτητα χωρίς βοήθεια.
    • Η κοινωνία πρέπει να είναι πιο συμπεριληπτική απέναντι στους ανθρώπους με αναπηρία.
    2