Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
αναπηρία (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
αναπηρικός
)
Συνώνυμα
ανικανότητα
αδυναμία
εμπόδιο
3
Αντώνυμα
ικανότητα
δύναμη
ευεξία
3
Ορισμός
Η κατάσταση στην οποία ένα άτομο έχει σωματικές, νοητικές ή αισθητηριακές δυσκολίες που περιορίζουν τις καθημερινές του δραστηριότητες.
Η έλλειψη ικανότητας να εκτελεί κανείς συγκεκριμένες εργασίες ή δραστηριότητες λόγω σωματικών ή ψυχικών προβλημάτων.
2
Παραδείγματα
Η αναπηρία του τον εμπόδιζε να κινηθεί ανεξάρτητα χωρίς βοήθεια.
Η κοινωνία πρέπει να είναι πιο συμπεριληπτική απέναντι στους ανθρώπους με αναπηρία.
2