Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
αναπηρικός (επίθετο) - (παρόμοια:
αναπαυτικός
-
αναπηρία
-
αντρικός
-
ανδρικός
-
αναρχικός
-
αναπνευστικός
-
ανατολικός
-
αναλυτικός
)
Συνώνυμα
ανάπηρος
ανίκανος
ανεπαρκής
3
Αντώνυμα
υγιής
ικανός
επαρκής
3
Ορισμός
Που πάσχει από αναπηρία ή σωματική ή πνευματική αδυναμία.
Που χαρακτηρίζεται από έλλειψη ικανότητας ή δυνατότητας.
2
Παραδείγματα
Ο αναπηρικός αδελφός μου χρειάζεται ιδιαίτερη φροντίδα.
Η αναπηρική άδεια του επιτρέπει να χρησιμοποιεί ειδικούς χώρους στάθμευσης.
2