1. Συνώνυμα
    • ανάπηρος
    • ανίκανος
    • ανεπαρκής
    3
  2. Αντώνυμα
    • υγιής
    • ικανός
    • επαρκής
    3
  3. Ορισμός
    • Που πάσχει από αναπηρία ή σωματική ή πνευματική αδυναμία.
    • Που χαρακτηρίζεται από έλλειψη ικανότητας ή δυνατότητας.
    2
  4. Παραδείγματα
    • Ο αναπηρικός αδελφός μου χρειάζεται ιδιαίτερη φροντίδα.
    • Η αναπηρική άδεια του επιτρέπει να χρησιμοποιεί ειδικούς χώρους στάθμευσης.
    2