1. Λέξη
    αναπληρωτής (ουσιαστικό) - (παρόμοια: αναπληρώνω - αναπληρωματικός - αναπληρώτρια)
  2. Συνώνυμα
    • αντικαταστάτης
    • υποκατάστατος
    • αναπληρωτής
    3
  3. Αντώνυμα
    • κύριος
    • πρωταρχικός
    • αρχικός
    3
  4. Ορισμός
    • Πρόσωπο που αναπληρώνει κάποιον άλλο σε μια θέση ή καθήκοντα.
    • Υπάλληλος που αναλαμβάνει τα καθήκοντα ενός άλλου όταν αυτός απουσιάζει.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο αναπληρωτής διευθυντής ανέλαβε τα καθήκοντα κατά την απουσία του διευθυντή.
    • Ο δάσκαλος αναπληρωτής δίδασκε στην τάξη μέχρι να επιστρέψει ο κύριος δάσκαλος.
    2