Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
αναπληρωτής (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
αναπληρώνω
-
αναπληρωματικός
-
αναπληρώτρια
)
Συνώνυμα
αντικαταστάτης
υποκατάστατος
αναπληρωτής
3
Αντώνυμα
κύριος
πρωταρχικός
αρχικός
3
Ορισμός
Πρόσωπο που αναπληρώνει κάποιον άλλο σε μια θέση ή καθήκοντα.
Υπάλληλος που αναλαμβάνει τα καθήκοντα ενός άλλου όταν αυτός απουσιάζει.
2
Παραδείγματα
Ο αναπληρωτής διευθυντής ανέλαβε τα καθήκοντα κατά την απουσία του διευθυντή.
Ο δάσκαλος αναπληρωτής δίδασκε στην τάξη μέχρι να επιστρέψει ο κύριος δάσκαλος.
2