Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
αναπληρώνω (ρήμα) - (παρόμοια:
αναπληρώτρια
-
πληρώνω
-
αναπληρωτής
-
αναρρώνω
-
ξεπληρώνω
-
εκπληρώνω
-
συμπληρώνω
)
Συνώνυμα
αντικαθιστώ
συμπληρώνω
εκπληρώνω
3
Αντώνυμα
ελλείπω
αποχωρώ
απομακρύνομαι
3
Ορισμός
Να πληρώσω ξανά ή να επαναλάβω μια πληρωμή.
Να καλύψω μια θέση ή ένα κενό που έχει δημιουργηθεί.
Να ικανοποιήσω μια ανάγκη ή μια απαίτηση.
3
Παραδείγματα
Θα αναπληρώσω τα χρήματα που σου χρωστάω αύριο.
Ο νέος υπάλληλος αναπλήρωσε την κενή θέση στην εταιρεία.
Η δωρεά του αναπλήρωσε την έλλειψη χρημάτων του ιδρύματος.
3