1. Συνώνυμα
    • αντικαθιστώ
    • συμπληρώνω
    • εκπληρώνω
    3
  2. Αντώνυμα
    • ελλείπω
    • αποχωρώ
    • απομακρύνομαι
    3
  3. Ορισμός
    • Να πληρώσω ξανά ή να επαναλάβω μια πληρωμή.
    • Να καλύψω μια θέση ή ένα κενό που έχει δημιουργηθεί.
    • Να ικανοποιήσω μια ανάγκη ή μια απαίτηση.
    3
  4. Παραδείγματα
    • Θα αναπληρώσω τα χρήματα που σου χρωστάω αύριο.
    • Ο νέος υπάλληλος αναπλήρωσε την κενή θέση στην εταιρεία.
    • Η δωρεά του αναπλήρωσε την έλλειψη χρημάτων του ιδρύματος.
    3