Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
αναρωτηθώ (ρήμα) - (παρόμοια:
αναρωτώ
-
αναρωτιέμαι
)
Συνώνυμα
απορώ
διερωτώμαι
αμφιβάλλω
3
Αντώνυμα
ξέρω
είμαι βέβαιος
καταλαβαίνω
3
Ορισμός
Να έχω απορίες ή ερωτήσεις για κάτι.
Να αισθάνομαι αβεβαιότητα ή δυσπιστία.
2
Παραδείγματα
Αναρωτήθηκε γιατί ο φίλος του δεν του απάντησε στο μήνυμα.
Συχνά αναρωτιέμαι αν έπραξα σωστά.
2