1. Λέξη
    αναρωτώ (ρήμα) - (παρόμοια: ξαναρωτώ - αναρτώ - αναρωτηθώ - αναρωτιέμαι - ανακτώ)
  2. Συνώνυμα
    • διερωτώμαι
    • απορώ
    • ερωτώμαι
    3
  3. Αντώνυμα
    • γνωρίζω
    • είμαι σίγουρος
    2
  4. Ορισμός
    • Να έχω απορίες ή ερωτήσεις για κάτι.
    • Να σκέφτομαι ή να αμφιβάλλω για κάτι.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Αναρωτιέμαι τι ώρα θα φτάσει.
    • Συχνά αναρωτιέμαι αν έκανα τη σωστή επιλογή.
    2