Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
αναταραχή (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
διαταραχή
-
ταραχή
)
Συνώνυμα
αναστάτωση
ταραχή
αναβρασμός
σύγχυση
4
Αντώνυμα
ηρεμία
γαλήνη
τάξη
ησυχία
4
Ορισμός
Μια κατάσταση έντονης αναστάτωσης ή σύγχυσης.
Μια δυσάρεστη ή επώδυνη κατάσταση που προκαλεί αναστάτωση.
Μια κατάσταση κοινωνικής ή πολιτικής αναστάτωσης.
3
Παραδείγματα
Η πολιτική αναταραχή οδήγησε σε διαδηλώσεις και επεισόδια.
Μετά την ανακοίνωση των μέτρων λιτότητας, ακολούθησε μεγάλη αναταραχή στην αγορά.
Η αναταραχή στο σχολείο προκάλεσε ανησυχία στους γονείς.
3