1. Λέξη
    αναταραχή (ουσιαστικό) - (παρόμοια: διαταραχή - ταραχή)
  2. Συνώνυμα
    • αναστάτωση
    • ταραχή
    • αναβρασμός
    • σύγχυση
    4
  3. Αντώνυμα
    • ηρεμία
    • γαλήνη
    • τάξη
    • ησυχία
    4
  4. Ορισμός
    • Μια κατάσταση έντονης αναστάτωσης ή σύγχυσης.
    • Μια δυσάρεστη ή επώδυνη κατάσταση που προκαλεί αναστάτωση.
    • Μια κατάσταση κοινωνικής ή πολιτικής αναστάτωσης.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Η πολιτική αναταραχή οδήγησε σε διαδηλώσεις και επεισόδια.
    • Μετά την ανακοίνωση των μέτρων λιτότητας, ακολούθησε μεγάλη αναταραχή στην αγορά.
    • Η αναταραχή στο σχολείο προκάλεσε ανησυχία στους γονείς.
    3