Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
διαταραχή (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
διαταράξω
-
αναταραχή
-
ταραχή
-
διαταραγμένος
-
διαταράσσω
-
διαταγή
)
Συνώνυμα
αναστάτωση
σύγχυση
αταξία
3
Αντώνυμα
τάξη
ηρεμία
ομαλότητα
3
Ορισμός
Η κατάσταση κατά την οποία διακόπτεται η φυσιολογική ροή ή λειτουργία κάτι.
Μια αλλαγή ή παρέμβαση που προκαλεί σύγχυση ή αναστάτωση.
2
Παραδείγματα
Η διαταραχή της συνεδρίας προκάλεσε σύγχυση μεταξύ των συμμετεχόντων.
Οι καιρικές διαταραχές προκάλεσαν ακυρώσεις πτήσεων.
2