Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ανατριχίλα (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
ανατριχιάζω
)
Συνώνυμα
φρίκη
τρομάρα
σιχαμάρα
3
Αντώνυμα
ηρεμία
γαλήνη
απολαυστικότητα
3
Ορισμός
Η αίσθηση του φόβου ή της αποστροφής που προκαλεί ανατριχιαστικές σκέψεις ή εικόνες.
Μια ψυχολογική αντίδραση που προκαλείται από κάτι τρομακτικό ή αποκρουστικό.
2
Παραδείγματα
Η ιστορία του φαντάσματος μου προκάλεσε ανατριχίλα.
Ένιωσε ανατριχίλα όταν άκουσε τον θόρυβο στο σκοτάδι.
2