1. Λέξη
    ανατριχιάζω (ρήμα) - (παρόμοια: ανατριχίλα - ανατριχιαστικός - ανατινάζω)
  2. Συνώνυμα
    • τρεμουλιάζω
    • φρίττω
    • σαστίζω
    3
  3. Αντώνυμα
    • ηρεμώ
    • χαλαρώνω
    2
  4. Ορισμός
    • Νιώθω ένα αίσθημα φόβου ή δέους που προκαλεί ανατριχίλα.
    • Εμπνέομαι από ένα συναίσθημα έντονης συγκίνησης ή δέους.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ανατρίχιασα όταν άκουσα τον θόρυβο στο σκοτάδι.
    • Η ομορφιά του ηλιοβασιλέματος με έκανε να ανατριχιάσω.
    2