Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ανατριχιάζω (ρήμα) - (παρόμοια:
ανατριχίλα
-
ανατριχιαστικός
-
ανατινάζω
)
Συνώνυμα
τρεμουλιάζω
φρίττω
σαστίζω
3
Αντώνυμα
ηρεμώ
χαλαρώνω
2
Ορισμός
Νιώθω ένα αίσθημα φόβου ή δέους που προκαλεί ανατριχίλα.
Εμπνέομαι από ένα συναίσθημα έντονης συγκίνησης ή δέους.
2
Παραδείγματα
Ανατρίχιασα όταν άκουσα τον θόρυβο στο σκοτάδι.
Η ομορφιά του ηλιοβασιλέματος με έκανε να ανατριχιάσω.
2