Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
αναψυχή (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
αναψυκτικό
)
Συνώνυμα
ξεκούραση
ανάπαυση
χαλάρωση
3
Αντώνυμα
κούραση
επίπονος δουλειά
στρες
3
Ορισμός
Η διαδικασία ή το αποτέλεσμα της αποκατάστασης των δυνάμεων και της ψυχικής ηρεμίας μετά από κούραση ή άγχος.
Μια περίοδος ή κατάσταση ηρεμίας και χαλάρωσης.
2
Παραδείγματα
Μετά από μια κουραστική εβδομάδα δουλειάς, η αναψυχή στο βουνό ήταν απαραίτητη.
Η βόλτα στη θάλασσα ήταν η τέλεια αναψυχή για το μυαλό μου.
2