1. Λέξη
    αναψυχή (ουσιαστικό) - (παρόμοια: αναψυκτικό)
  2. Συνώνυμα
    • ξεκούραση
    • ανάπαυση
    • χαλάρωση
    3
  3. Αντώνυμα
    • κούραση
    • επίπονος δουλειά
    • στρες
    3
  4. Ορισμός
    • Η διαδικασία ή το αποτέλεσμα της αποκατάστασης των δυνάμεων και της ψυχικής ηρεμίας μετά από κούραση ή άγχος.
    • Μια περίοδος ή κατάσταση ηρεμίας και χαλάρωσης.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Μετά από μια κουραστική εβδομάδα δουλειάς, η αναψυχή στο βουνό ήταν απαραίτητη.
    • Η βόλτα στη θάλασσα ήταν η τέλεια αναψυχή για το μυαλό μου.
    2