Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
αναψυκτικό (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
αναψυχή
-
αναισθητικό
-
αναμνηστικό
)
Συνώνυμα
δροσιστικό
δροσισμός
ανακούφιση
3
Αντώνυμα
ζέστη
καύσωνας
2
Ορισμός
Κάτι που δίνει αίσθηση δροσιάς ή αναζωογονεί.
Υγρό που καταναλώνεται για να δροσίσει ή να ανακουφίσει τη δίψα.
2
Παραδείγματα
Μετά την κούραση, ένα αναψυκτικό ήταν αυτό που χρειαζόμουν.
Το αναψυκτικό ήταν ιδανικό για να αντιμετωπίσουμε τη ζέστη του καλοκαιριού.
2