1. Λέξη
    αναψυκτικό (ουσιαστικό) - (παρόμοια: αναψυχή - αναισθητικό - αναμνηστικό)
  2. Συνώνυμα
    • δροσιστικό
    • δροσισμός
    • ανακούφιση
    3
  3. Αντώνυμα
    • ζέστη
    • καύσωνας
    2
  4. Ορισμός
    • Κάτι που δίνει αίσθηση δροσιάς ή αναζωογονεί.
    • Υγρό που καταναλώνεται για να δροσίσει ή να ανακουφίσει τη δίψα.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Μετά την κούραση, ένα αναψυκτικό ήταν αυτό που χρειαζόμουν.
    • Το αναψυκτικό ήταν ιδανικό για να αντιμετωπίσουμε τη ζέστη του καλοκαιριού.
    2