Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ανεπάρκεια (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
επάρκεια
)
Συνώνυμα
έλλειψη
αδυναμία
ελάττωμα
3
Αντώνυμα
επάρκεια
ικανοποίηση
πληρότητα
3
Ορισμός
Η έλλειψη των απαραίτητων ποιοτήτων ή ποσοτήτων για την εκπλήρωση ενός σκοπού.
Η αδυναμία να ανταποκριθεί κάποιος στις απαιτήσεις μιας κατάστασης.
2
Παραδείγματα
Η ανεπάρκεια των πόρων οδήγησε στην αποτυχία του έργου.
Η ανεπάρκεια του προσωπικού δημιούργησε προβλήματα στην ομαλή λειτουργία της επιχείρησης.
2