1. Λέξη
    ανεπάρκεια (ουσιαστικό) - (παρόμοια: επάρκεια)
  2. Συνώνυμα
    • έλλειψη
    • αδυναμία
    • ελάττωμα
    3
  3. Αντώνυμα
    • επάρκεια
    • ικανοποίηση
    • πληρότητα
    3
  4. Ορισμός
    • Η έλλειψη των απαραίτητων ποιοτήτων ή ποσοτήτων για την εκπλήρωση ενός σκοπού.
    • Η αδυναμία να ανταποκριθεί κάποιος στις απαιτήσεις μιας κατάστασης.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Η ανεπάρκεια των πόρων οδήγησε στην αποτυχία του έργου.
    • Η ανεπάρκεια του προσωπικού δημιούργησε προβλήματα στην ομαλή λειτουργία της επιχείρησης.
    2