1. Λέξη
    επάρκεια (ουσιαστικό) - (παρόμοια: ανεπάρκεια - διάρκεια - επιείκεια)
  2. Συνώνυμα
    • ικανότητα
    • αρκετότητα
    • επάρκειας
    3
  3. Αντώνυμα
    • ανεπάρκεια
    • έλλειψη
    • αδυναμία
    3
  4. Ορισμός
    • η ιδιότητα του να είναι κάποιος ή κάτι επαρκές, δηλαδή ικανό να καλύψει τις απαιτήσεις ή τις ανάγκες μιας συγκεκριμένης κατάστασης.
    • η ποσότητα που είναι αρκετή για να καλύψει μια συγκεκριμένη ανάγκη.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Η επάρκεια των πόρων είναι απαραίτητη για την ομαλή λειτουργία της επιχείρησης.
    • Ο υποψήφιος απέδειξε επάρκεια στις γνώσεις του κατά τη διάρκεια της συνέντευξης.
    2