Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
επάρκεια (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
ανεπάρκεια
-
διάρκεια
-
επιείκεια
)
Συνώνυμα
ικανότητα
αρκετότητα
επάρκειας
3
Αντώνυμα
ανεπάρκεια
έλλειψη
αδυναμία
3
Ορισμός
η ιδιότητα του να είναι κάποιος ή κάτι επαρκές, δηλαδή ικανό να καλύψει τις απαιτήσεις ή τις ανάγκες μιας συγκεκριμένης κατάστασης.
η ποσότητα που είναι αρκετή για να καλύψει μια συγκεκριμένη ανάγκη.
2
Παραδείγματα
Η επάρκεια των πόρων είναι απαραίτητη για την ομαλή λειτουργία της επιχείρησης.
Ο υποψήφιος απέδειξε επάρκεια στις γνώσεις του κατά τη διάρκεια της συνέντευξης.
2