1. Λέξη
    ανιχνεύσιμος (επίθετο) - (παρόμοια: ανιχνεύω)
  2. Συνώνυμα
    • εντοπιστέος
    • εντοπίσιμος
    • αναγνωρίσιμος
    3
  3. Αντώνυμα
    • ανεξιχνίαστος
    • αδιερεύνητος
    • ακατάληπτος
    3
  4. Ορισμός
    • Που μπορεί να εντοπιστεί ή να αναγνωριστεί.
    • Που μπορεί να ανιχνευθεί με ειδικές μεθόδους ή τεχνικές.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο ιός ήταν ανιχνεύσιμος μόνο με εξειδικευμένες εξετάσεις.
    • Η ύπαρξη νερού στον Άρη είναι ανιχνεύσιμη μέσω δορυφορικών εικόνων.
    2