Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ανιχνεύσιμος (επίθετο) - (παρόμοια:
ανιχνεύω
)
Συνώνυμα
εντοπιστέος
εντοπίσιμος
αναγνωρίσιμος
3
Αντώνυμα
ανεξιχνίαστος
αδιερεύνητος
ακατάληπτος
3
Ορισμός
Που μπορεί να εντοπιστεί ή να αναγνωριστεί.
Που μπορεί να ανιχνευθεί με ειδικές μεθόδους ή τεχνικές.
2
Παραδείγματα
Ο ιός ήταν ανιχνεύσιμος μόνο με εξειδικευμένες εξετάσεις.
Η ύπαρξη νερού στον Άρη είναι ανιχνεύσιμη μέσω δορυφορικών εικόνων.
2