Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ανιχνεύω (ρήμα) - (παρόμοια:
ανιχνεύσιμος
-
ανιχνευτής
-
ανιχνευτικός
)
Συνώνυμα
εντοπίζω
ανακαλύπτω
εντοπιστικά
3
Αντώνυμα
αγνοώ
παραβλέπω
αποκρύπτω
3
Ορισμός
Βρίσκω ή εντοπίζω κάτι που είναι κρυμμένο ή δύσκολο να βρεθεί.
Ανακαλύπτω την παρουσία ή την ύπαρξη κάποιου ή κάτι.
Παρατηρώ ή αντιλαμβάνομαι κάτι με προσοχή.
3
Παραδείγματα
Οι επιστήμονες ανίχνευσαν σημάδια νερού στον Άρη.
Το ραντάρ ανίχνευσε ένα αεροσκάφος που πλησίαζε.
Μπόρεσα να ανιχνεύσω μια μικρή αλλαγή στη συμπεριφορά του.
3