1. Λέξη
    ανιχνεύω (ρήμα) - (παρόμοια: ανιχνεύσιμος - ανιχνευτής - ανιχνευτικός)
  2. Συνώνυμα
    • εντοπίζω
    • ανακαλύπτω
    • εντοπιστικά
    3
  3. Αντώνυμα
    • αγνοώ
    • παραβλέπω
    • αποκρύπτω
    3
  4. Ορισμός
    • Βρίσκω ή εντοπίζω κάτι που είναι κρυμμένο ή δύσκολο να βρεθεί.
    • Ανακαλύπτω την παρουσία ή την ύπαρξη κάποιου ή κάτι.
    • Παρατηρώ ή αντιλαμβάνομαι κάτι με προσοχή.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Οι επιστήμονες ανίχνευσαν σημάδια νερού στον Άρη.
    • Το ραντάρ ανίχνευσε ένα αεροσκάφος που πλησίαζε.
    • Μπόρεσα να ανιχνεύσω μια μικρή αλλαγή στη συμπεριφορά του.
    3