1. Λέξη
    ανιψιά (ουσιαστικό) - (παρόμοια: ανιψιός)
  2. Συνώνυμα
    • ανιψούλα
    • ανιψού
    2
  3. Αντώνυμα
    • θείος
    • θεία
    2
  4. Ορισμός
    • Η κόρη του αδελφού ή της αδελφής κάποιου.
    • Η κόρη του ξαδέλφου ή της ξαδέλφης κάποιου.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Η ανιψιά μου έρχεται για δείπνο απόψε.
    • Η Μαρία είναι η ανιψιά μου, κόρη του αδελφού μου.
    2