Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ανιψιά (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
ανιψιός
)
Συνώνυμα
ανιψούλα
ανιψού
2
Αντώνυμα
θείος
θεία
2
Ορισμός
Η κόρη του αδελφού ή της αδελφής κάποιου.
Η κόρη του ξαδέλφου ή της ξαδέλφης κάποιου.
2
Παραδείγματα
Η ανιψιά μου έρχεται για δείπνο απόψε.
Η Μαρία είναι η ανιψιά μου, κόρη του αδελφού μου.
2