Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
αντίκτυπος (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
αντίτυπο
-
αντίκα
)
Συνώνυμα
αντήχηση
ηχώ
αντανακλαστικό
3
Αντώνυμα
σιωπή
ησυχία
2
Ορισμός
Ο ήχος που ανακλάται από μια επιφάνεια και επιστρέφει στο σημείο από όπου προήλθε.
Η επανάληψη ενός ήχου λόγω ανάκλασης.
2
Παραδείγματα
Ο αντίκτυπος της φωνής του στο βουνό ήταν εντυπωσιακός.
Άκουσα τον αντίκτυπο των βημάτων στο κενό δωμάτιο.
2