1. Λέξη
    αντεπιτίθεμαι (ρήμα) - (παρόμοια: αντιτίθεμαι - επιτίθεμαι - ανατίθεμαι - τίθεμαι)
  2. Συνώνυμα
    • αντιδρώ
    • αντιστέκομαι
    • εναντιώνομαι
    3
  3. Αντώνυμα
    • υποχωρώ
    • παραδίδομαι
    • συμβιβάζομαι
    3
  4. Ορισμός
    • Επιτίθεμαι σε απάντηση σε μια επίθεση ή προκαλώ αντεπίθεση.
    • Αντιδρώ με ισχυρή αντίσταση ή αντίδραση σε κάτι.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο στρατός αποφάσισε να αντεπιτεθεί μετά την εχθρική εισβολή.
    • Όταν με κριτικάρουν άδικα, τείνω να αντεπιτίθεμαι.
    2