Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
αντεπιτίθεμαι (ρήμα) - (παρόμοια:
αντιτίθεμαι
-
επιτίθεμαι
-
ανατίθεμαι
-
τίθεμαι
)
Συνώνυμα
αντιδρώ
αντιστέκομαι
εναντιώνομαι
3
Αντώνυμα
υποχωρώ
παραδίδομαι
συμβιβάζομαι
3
Ορισμός
Επιτίθεμαι σε απάντηση σε μια επίθεση ή προκαλώ αντεπίθεση.
Αντιδρώ με ισχυρή αντίσταση ή αντίδραση σε κάτι.
2
Παραδείγματα
Ο στρατός αποφάσισε να αντεπιτεθεί μετά την εχθρική εισβολή.
Όταν με κριτικάρουν άδικα, τείνω να αντεπιτίθεμαι.
2