Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
αντιβιοτικό (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
αντισηπτικό
)
Συνώνυμα
φάρμακο
θεραπευτικό
ιατρικό σκεύασμα
3
Αντώνυμα
μικρόβιο
βακτήριο
ιός
3
Ορισμός
Φάρμακο που καταστρέφει ή αναστέλλει την ανάπτυξη βακτηρίων και άλλων μικροοργανισμών.
Ουσία που χρησιμοποιείται για τη θεραπεία βακτηριακών λοιμώξεων.
2
Παραδείγματα
Ο γιατρός του έγραψε αντιβιοτικό για τη λοίμωξη.
Πρέπει να πάρεις το αντιβιοτικό σύμφωνα με τις οδηγίες του γιατρού.
2