Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
αντισηπτικό (επίθετο) - (παρόμοια:
αντισυλληπτικό
-
αντιβιοτικό
-
αντικαταθλιπτικό
)
Συνώνυμα
απολυμαντικό
απολυματικό
απολυμαντικό
3
Αντώνυμα
μολυσματικό
λοιμωξιογόνο
2
Ορισμός
που καταστρέφει ή αναστέλλει την ανάπτυξη μικροοργανισμών που προκαλούν λοιμώξεις
που αποτρέπει τη σήψη ή τη μόλυνση
2
Παραδείγματα
Χρησιμοποίησε αντισηπτικό για να καθαρίσει το τραύμα.
Το αντισηπτικό σαπούνι είναι απαραίτητο για την προσωπική υγιεινή.
2