1. Λέξη
    αντισηπτικό (επίθετο) - (παρόμοια: αντισυλληπτικό - αντιβιοτικό - αντικαταθλιπτικό)
  2. Συνώνυμα
    • απολυμαντικό
    • απολυματικό
    • απολυμαντικό
    3
  3. Αντώνυμα
    • μολυσματικό
    • λοιμωξιογόνο
    2
  4. Ορισμός
    • που καταστρέφει ή αναστέλλει την ανάπτυξη μικροοργανισμών που προκαλούν λοιμώξεις
    • που αποτρέπει τη σήψη ή τη μόλυνση
    2
  5. Παραδείγματα
    • Χρησιμοποίησε αντισηπτικό για να καθαρίσει το τραύμα.
    • Το αντισηπτικό σαπούνι είναι απαραίτητο για την προσωπική υγιεινή.
    2