1. Λέξη
    αντιδρώ (ρήμα) - (παρόμοια: αντιδραστήρας)
  2. Συνώνυμα
    • αντιπράττω
    • αντιδράω
    • αντιστέκομαι
    3
  3. Αντώνυμα
    • συνεργάζομαι
    • συμβιβάζομαι
    • υποκύπτω
    3
  4. Ορισμός
    • Εκτελώ μια ενέργεια ως απάντηση σε μια άλλη.
    • Εμφανίζω αντίσταση ή αντίδραση σε κάτι.
    • Απαντώ με συγκεκριμένο τρόπο σε ένα ερέθισμα ή μια κατάσταση.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Ο οργανισμός μου αντιδρά έντονα στις αλλεργίες.
    • Οι μαθητές άρχισαν να αντιδρούν όταν ο δάσκαλος ανακοίνωσε τις εξετάσεις.
    • Η κυβέρνηση αντιδρά στα γεγονότα με νέες πολιτικές.
    3