Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
αντιδρώ (ρήμα) - (παρόμοια:
αντιδραστήρας
)
Συνώνυμα
αντιπράττω
αντιδράω
αντιστέκομαι
3
Αντώνυμα
συνεργάζομαι
συμβιβάζομαι
υποκύπτω
3
Ορισμός
Εκτελώ μια ενέργεια ως απάντηση σε μια άλλη.
Εμφανίζω αντίσταση ή αντίδραση σε κάτι.
Απαντώ με συγκεκριμένο τρόπο σε ένα ερέθισμα ή μια κατάσταση.
3
Παραδείγματα
Ο οργανισμός μου αντιδρά έντονα στις αλλεργίες.
Οι μαθητές άρχισαν να αντιδρούν όταν ο δάσκαλος ανακοίνωσε τις εξετάσεις.
Η κυβέρνηση αντιδρά στα γεγονότα με νέες πολιτικές.
3