1. Λέξη
    αντιδραστήρας (ουσιαστικό) - (παρόμοια: βραστήρας - αντιδρώ - ανεμιστήρας)
  2. Συνώνυμα
    • αντιδραστικό
    • χημικό αντιδραστήριο
    2
  3. Αντώνυμα
    • σταθερή ουσία
    • αδρανές υλικό
    2
  4. Ορισμός
    • Ουσία που συμμετέχει σε μια χημική αντίδραση.
    • Συστατικό που προκαλεί ή επιταχύνει μια χημική αντίδραση.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο υδροχλώριο είναι ένας κοινός αντιδραστήρας σε πολλές χημικές διεργασίες.
    • Στο εργαστήριο χρησιμοποιήσαμε έναν αντιδραστήρα για να προκαλέσουμε την αντίδραση.
    2