Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
αντιδραστήρας (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
βραστήρας
-
αντιδρώ
-
ανεμιστήρας
)
Συνώνυμα
αντιδραστικό
χημικό αντιδραστήριο
2
Αντώνυμα
σταθερή ουσία
αδρανές υλικό
2
Ορισμός
Ουσία που συμμετέχει σε μια χημική αντίδραση.
Συστατικό που προκαλεί ή επιταχύνει μια χημική αντίδραση.
2
Παραδείγματα
Ο υδροχλώριο είναι ένας κοινός αντιδραστήρας σε πολλές χημικές διεργασίες.
Στο εργαστήριο χρησιμοποιήσαμε έναν αντιδραστήρα για να προκαλέσουμε την αντίδραση.
2