Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
αντικαταστάτης (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
αντικατασταθώ
-
αντικαταστήσω
-
αντικατασκοπία
-
αντικατασκοπεία
-
αντικατάσταση
)
Συνώνυμα
υποκατάστατο
εναλλακτική λύση
αντικατάστατο
3
Αντώνυμα
πρωτότυπο
αρχικό
2
Ορισμός
Πρόσωπο ή πράγμα που μπορεί να χρησιμοποιηθεί στη θέση ενός άλλου.
Κάτι που λειτουργεί ως εναλλακτική ή υποκατάστατο για κάτι άλλο.
2
Παραδείγματα
Ο ηλεκτρικός θερμοσίφωνας χρησιμοποιήθηκε ως αντικαταστάτης του κεντρικού θερμοσίφωνα.
Σε περίπτωση έλλειψης, μπορείτε να χρησιμοποιήσετε μέλι ως αντικαταστάτη της ζάχαρης.
2