1. Συνώνυμα
    • αναπληρώνω
    • υποκαθιστώ
    • αντικαθιστώ
    3
  2. Αντώνυμα
    • διατηρώ
    • κρατώ
    • συντηρώ
    3
  3. Ορισμός
    • Να βάλω κάτι ή κάποιον στη θέση ενός άλλου.
    • Να χρησιμοποιήσω κάτι ως υποκατάστατο για κάτι άλλο.
    2
  4. Παραδείγματα
    • Πρέπει να αντικαταστήσω το σπασμένο παράθυρο.
    • Ο νέος υπάλληλος θα αντικαταστήσει αυτόν που παραιτήθηκε.
    2