Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
αντικαταστήσω (ρήμα) - (παρόμοια:
αντικατασταθώ
-
αντικαταστάτης
-
καταστήσω
-
αποκαταστήσω
-
αντικατασκοπία
-
εγκαταστήσω
-
αντικατασκοπεία
-
αντικατάσταση
-
αντικαταθλιπτικό
)
Συνώνυμα
αναπληρώνω
υποκαθιστώ
αντικαθιστώ
3
Αντώνυμα
διατηρώ
κρατώ
συντηρώ
3
Ορισμός
Να βάλω κάτι ή κάποιον στη θέση ενός άλλου.
Να χρησιμοποιήσω κάτι ως υποκατάστατο για κάτι άλλο.
2
Παραδείγματα
Πρέπει να αντικαταστήσω το σπασμένο παράθυρο.
Ο νέος υπάλληλος θα αντικαταστήσει αυτόν που παραιτήθηκε.
2