Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
αντιστέκονται (ρήμα) - (παρόμοια:
αντιστέκομαι
)
Συνώνυμα
αντιτίθενται
αντιδρούν
εναντιώνονται
3
Αντώνυμα
συμφωνούν
υποκύπτουν
παραχωρούν
3
Ορισμός
Εναντιώνομαι σε κάτι ή κάποιον, δείχνω αντίσταση.
Δεν δέχομαι κάτι και το αντιμετωπίζω με αντίρρηση.
2
Παραδείγματα
Οι πολίτες αντιστέκονται στις νέες φορολογικές πολιτικές.
Οι εργαζόμενοι αντιστέκονται στις αδικίες της διοίκησης.
2