1. Λέξη
    αντιστέκονται (ρήμα) - (παρόμοια: αντιστέκομαι)
  2. Συνώνυμα
    • αντιτίθενται
    • αντιδρούν
    • εναντιώνονται
    3
  3. Αντώνυμα
    • συμφωνούν
    • υποκύπτουν
    • παραχωρούν
    3
  4. Ορισμός
    • Εναντιώνομαι σε κάτι ή κάποιον, δείχνω αντίσταση.
    • Δεν δέχομαι κάτι και το αντιμετωπίζω με αντίρρηση.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Οι πολίτες αντιστέκονται στις νέες φορολογικές πολιτικές.
    • Οι εργαζόμενοι αντιστέκονται στις αδικίες της διοίκησης.
    2