1. Λέξη
    αντιστέκομαι (ρήμα) - (παρόμοια: αντιστέκονται - στέκομαι)
  2. Συνώνυμα
    • αντιδρώ
    • εναντιώνομαι
    • προβάλλω αντίσταση
    3
  3. Αντώνυμα
    • υποκύπτω
    • παραδίνομαι
    • συγκατατίθεμαι
    3
  4. Ορισμός
    • Εναντιώνομαι σε κάτι ή κάποιον, συνήθως με σκοπό να προστατευτώ ή να διατηρήσω τη θέση μου.
    • Δεν δέχομαι κάτι και προσπαθώ να το αποτρέψω ή να το σταματήσω.
    • Παρουσιάζω αντίσταση σε μια δύναμη ή πίεση.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Αντιστέκομαι στις πιέσεις των συναδέλφων μου να κάνω κάτι παράνομο.
    • Οι κάτοικοι αντιστέκονται στην κατασκευή της νέας βιομηχανικής μονάδας.
    • Το υλικό αυτό αντιστέκεται σε υψηλές θερμοκρασίες.
    3