Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
αντιστέκομαι (ρήμα) - (παρόμοια:
αντιστέκονται
-
στέκομαι
)
Συνώνυμα
αντιδρώ
εναντιώνομαι
προβάλλω αντίσταση
3
Αντώνυμα
υποκύπτω
παραδίνομαι
συγκατατίθεμαι
3
Ορισμός
Εναντιώνομαι σε κάτι ή κάποιον, συνήθως με σκοπό να προστατευτώ ή να διατηρήσω τη θέση μου.
Δεν δέχομαι κάτι και προσπαθώ να το αποτρέψω ή να το σταματήσω.
Παρουσιάζω αντίσταση σε μια δύναμη ή πίεση.
3
Παραδείγματα
Αντιστέκομαι στις πιέσεις των συναδέλφων μου να κάνω κάτι παράνομο.
Οι κάτοικοι αντιστέκονται στην κατασκευή της νέας βιομηχανικής μονάδας.
Το υλικό αυτό αντιστέκεται σε υψηλές θερμοκρασίες.
3