1. Λέξη
    αντισυλληπτικό (ουσιαστικό) - (παρόμοια: αντισηπτικό)
  2. Συνώνυμα
    • προφυλακτικό
    • αντισυλληπτικό μέσο
    2
  3. Αντώνυμα
    • γονιμότητα
    • σύλληψη
    2
  4. Ορισμός
    • Ένα φάρμακο ή συσκευή που χρησιμοποιείται για την πρόληψη της σύλληψης.
    • Οποιοδήποτε μέσο ή μέθοδος που αποτρέπει την εγκυμοσύνη.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Το αντισυλληπτικό χάπι είναι μια δημοφιλής μέθοδος πρόληψης.
    • Οι γυναίκες μπορούν να επιλέξουν διάφορα αντισυλληπτικά ανάλογα με τις ανάγκες τους.
    2