Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
αντισυλληπτικό (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
αντισηπτικό
)
Συνώνυμα
προφυλακτικό
αντισυλληπτικό μέσο
2
Αντώνυμα
γονιμότητα
σύλληψη
2
Ορισμός
Ένα φάρμακο ή συσκευή που χρησιμοποιείται για την πρόληψη της σύλληψης.
Οποιοδήποτε μέσο ή μέθοδος που αποτρέπει την εγκυμοσύνη.
2
Παραδείγματα
Το αντισυλληπτικό χάπι είναι μια δημοφιλής μέθοδος πρόληψης.
Οι γυναίκες μπορούν να επιλέξουν διάφορα αντισυλληπτικά ανάλογα με τις ανάγκες τους.
2