Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
αντλία (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
αντλώ
)
Συνώνυμα
αναρροφητήρας
αντλητήρας
αντλούμενη συσκευή
3
Αντώνυμα
0
Ορισμός
Μηχανισμός ή συσκευή που χρησιμοποιείται για τη μεταφορά υγρών ή αερίων από ένα σημείο σε άλλο.
Συσκευή που δημιουργεί κενό για να αναρροφήσει υγρό ή αέρα.
2
Παραδείγματα
Η αντλία του νερού έσπασε και πρέπει να την αντικαταστήσουμε.
Χρησιμοποιήσαμε μια αντλία για να αδειάσουμε την πισίνα.
2