Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
αντλώ (ρήμα) - (παρόμοια:
αντλία
-
εξαντλώ
)
Συνώνυμα
αναρροφώ
αποστραγγίζω
απομακρύνω
3
Αντώνυμα
γεμίζω
επιχέω
πλημμυρίζω
3
Ορισμός
Να αφαιρώ υγρό από κάποιο χώρο ή δοχείο.
Να απομακρύνω υγρό με τη βοήθεια κάποιου εργαλείου ή μηχανισμού.
2
Παραδείγματα
Οι πυροσβέστες προσπάθησαν να αντλήσουν το νερό από το υπόγειο.
Χρησιμοποίησαν αντλία για να αντλήσουν το πετρέλαιο από την δεξαμενή.
2