1. Λέξη
    αντλώ (ρήμα) - (παρόμοια: αντλία - εξαντλώ)
  2. Συνώνυμα
    • αναρροφώ
    • αποστραγγίζω
    • απομακρύνω
    3
  3. Αντώνυμα
    • γεμίζω
    • επιχέω
    • πλημμυρίζω
    3
  4. Ορισμός
    • Να αφαιρώ υγρό από κάποιο χώρο ή δοχείο.
    • Να απομακρύνω υγρό με τη βοήθεια κάποιου εργαλείου ή μηχανισμού.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Οι πυροσβέστες προσπάθησαν να αντλήσουν το νερό από το υπόγειο.
    • Χρησιμοποίησαν αντλία για να αντλήσουν το πετρέλαιο από την δεξαμενή.
    2