Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ανυπαρξία (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
ανυπακοή
)
Συνώνυμα
απουσία
έλλειψη
μη ύπαρξη
3
Αντώνυμα
ύπαρξη
παρουσία
ενημέρωση
3
Ορισμός
Η κατάσταση κατά την οποία κάτι δεν υπάρχει ή δεν είναι παρόν.
Η έλλειψη ύπαρξης ή πραγματικότητας.
2
Παραδείγματα
Η ανυπαρξία του αέρα στο διάστημα κάνει τη ζωή αδύνατη.
Η ανυπαρξία αποδεικτικών στοιχείων οδήγησε στην αθώωση του κατηγορουμένου.
2