1. Λέξη
    ανυπαρξία (ουσιαστικό) - (παρόμοια: ανυπακοή)
  2. Συνώνυμα
    • απουσία
    • έλλειψη
    • μη ύπαρξη
    3
  3. Αντώνυμα
    • ύπαρξη
    • παρουσία
    • ενημέρωση
    3
  4. Ορισμός
    • Η κατάσταση κατά την οποία κάτι δεν υπάρχει ή δεν είναι παρόν.
    • Η έλλειψη ύπαρξης ή πραγματικότητας.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Η ανυπαρξία του αέρα στο διάστημα κάνει τη ζωή αδύνατη.
    • Η ανυπαρξία αποδεικτικών στοιχείων οδήγησε στην αθώωση του κατηγορουμένου.
    2