Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ανυπακοή (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
υπακοή
-
ακοή
-
ανυπαρξία
)
Συνώνυμα
ανυποταξία
απείθεια
αντιφροσύνη
3
Αντώνυμα
υπακοή
υποταγή
πειθαρχία
3
Ορισμός
Η πράξη ή η κατάσταση κατά την οποία κάποιος αρνείται να υπακούσει σε εντολές, κανόνες ή νόμους.
Η έλλειψη υποταγής σε μια εξουσία ή ηγεσία.
2
Παραδείγματα
Η ανυπακοή του μαθητή προκάλεσε πρόβλημα στο σχολείο.
Η ανυπακοή στους νόμους μπορεί να οδηγήσει σε νομικές συνέπειες.
2