1. Λέξη
    ανυπακοή (ουσιαστικό) - (παρόμοια: υπακοή - ακοή - ανυπαρξία)
  2. Συνώνυμα
    • ανυποταξία
    • απείθεια
    • αντιφροσύνη
    3
  3. Αντώνυμα
    • υπακοή
    • υποταγή
    • πειθαρχία
    3
  4. Ορισμός
    • Η πράξη ή η κατάσταση κατά την οποία κάποιος αρνείται να υπακούσει σε εντολές, κανόνες ή νόμους.
    • Η έλλειψη υποταγής σε μια εξουσία ή ηγεσία.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Η ανυπακοή του μαθητή προκάλεσε πρόβλημα στο σχολείο.
    • Η ανυπακοή στους νόμους μπορεί να οδηγήσει σε νομικές συνέπειες.
    2