Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ανώτατο (επίθετο) - (παρόμοια:
ανώτατος
)
Συνώνυμα
ανώτερο
υψηλότερο
κορυφαίο
3
Αντώνυμα
κατώτατο
χαμηλότερο
ελάχιστο
3
Ορισμός
Το υψηλότερο σε βαθμό ή θέση.
Αυτό που βρίσκεται στην κορυφή μιας ιεραρχίας ή μιας κλίμακας.
2
Παραδείγματα
Ο πρόεδρος κατέχει την ανώτατη θέση στην εταιρεία.
Η ανώτατη δικαστική αρχή αποφάσισε για την υπόθεση.
2