1. Λέξη
    ανώτατος (επίθετο) - (παρόμοια: ανώτατο - ανίατος - ανώτερος - αγιότατος - κατώτατος)
  2. Συνώνυμα
    • υψηλότερος
    • ανυπέρβλητος
    • κορυφαίος
    3
  3. Αντώνυμα
    • κατώτατος
    • χαμηλότερος
    • ελάχιστος
    3
  4. Ορισμός
    • Ο υψηλότερος σε βαθμό ή θέση.
    • Αυτός που βρίσκεται στην κορυφή μιας ιεραρχίας.
    • Το μέγιστο δυνατό σε ποσότητα ή ποιότητα.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Ο πρόεδρος είναι ο ανώτατος αρχηγός του κράτους.
    • Η ανώτατη δικαστική αρχή εξέδωσε την απόφασή της.
    • Αυτό είναι το ανώτατο επίπεδο απόδοσης που μπορούμε να πετύχουμε.
    3