Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ανώτατος (επίθετο) - (παρόμοια:
ανώτατο
-
ανίατος
-
ανώτερος
-
αγιότατος
-
κατώτατος
)
Συνώνυμα
υψηλότερος
ανυπέρβλητος
κορυφαίος
3
Αντώνυμα
κατώτατος
χαμηλότερος
ελάχιστος
3
Ορισμός
Ο υψηλότερος σε βαθμό ή θέση.
Αυτός που βρίσκεται στην κορυφή μιας ιεραρχίας.
Το μέγιστο δυνατό σε ποσότητα ή ποιότητα.
3
Παραδείγματα
Ο πρόεδρος είναι ο ανώτατος αρχηγός του κράτους.
Η ανώτατη δικαστική αρχή εξέδωσε την απόφασή της.
Αυτό είναι το ανώτατο επίπεδο απόδοσης που μπορούμε να πετύχουμε.
3