Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
αξιοπρεπές (επίθετο) - (παρόμοια:
αξιοπρεπώς
-
αξιοπρεπής
-
αξιοπρέπεια
)
Συνώνυμα
ευπρεπές
κομψό
κατάλληλο
3
Αντώνυμα
απρεπές
αγενές
ακατάλληλο
3
Ορισμός
Που είναι κατάλληλο και ευγενές στη συμπεριφορά ή στην εμφάνιση.
Που ανταποκρίνεται στα πρότυπα της κοινωνικής δεοντολογίας.
2
Παραδείγματα
Η αξιοπρεπής συμπεριφορά του επισκέπτη εντυπωσίασε τους πάντες.
Φόρεσε ένα αξιοπρεπές ρούχο για την επίσημη δεξίωση.
2