Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
αξιοπρέπεια (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
ευπρέπεια
-
μεγαλοπρέπεια
-
αξιοπρεπώς
-
αξιοπρεπής
-
αξιοπρεπές
)
Συνώνυμα
τιμή
προσωπικότητα
αξιοσύνη
3
Αντώνυμα
ατίμωση
ταπείνωση
αξιοπρέπεια
3
Ορισμός
Η ιδιότητα του να συμπεριφέρεται κανείς με τρόπο που δείχνει σεβασμό προς τον εαυτό του και τους άλλους.
Η ποιότητα του να είναι κάποιος άξιος σεβασμού και εκτίμησης.
2
Παραδείγματα
Η αξιοπρέπεια είναι ένα σημαντικό στοιχείο της ανθρώπινης υπόστασης.
Προσπάθησε να διατηρήσει την αξιοπρέπειά του ακόμα και στις πιο δύσκολες στιγμές.
2