1. Λέξη
    αξιωματούχος (ουσιαστικό) - (παρόμοια: αξιωματικός)
  2. Συνώνυμα
    • αξιωματικός
    • αξιωματικός υπάλληλος
    • κυβερνητικός υπάλληλος
    3
  3. Αντώνυμα
    • απλός πολίτης
    • ιδιώτης
    2
  4. Ορισμός
    • Πρόσωπο που κατέχει επίσημη θέση ή αξίωμα σε δημόσια ή ιδιωτική υπηρεσία.
    • Άτομο με διοικητική ή εκτελεστική εξουσία σε μια οργάνωση ή κράτος.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο αξιωματούχος της κυβέρνησης απάντησε στις ερωτήσεις των δημοσιογράφων.
    • Οι αξιωματούχοι του δήμου συναντήθηκαν για να συζητήσουν το νέο σχέδιο ανάπτυξης.
    2