Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
αξιωματούχος (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
αξιωματικός
)
Συνώνυμα
αξιωματικός
αξιωματικός υπάλληλος
κυβερνητικός υπάλληλος
3
Αντώνυμα
απλός πολίτης
ιδιώτης
2
Ορισμός
Πρόσωπο που κατέχει επίσημη θέση ή αξίωμα σε δημόσια ή ιδιωτική υπηρεσία.
Άτομο με διοικητική ή εκτελεστική εξουσία σε μια οργάνωση ή κράτος.
2
Παραδείγματα
Ο αξιωματούχος της κυβέρνησης απάντησε στις ερωτήσεις των δημοσιογράφων.
Οι αξιωματούχοι του δήμου συναντήθηκαν για να συζητήσουν το νέο σχέδιο ανάπτυξης.
2