1. Συνώνυμα
    • στρατιωτικός
    • αξιωματούχος
    • αξιωματικός
    3
  2. Αντώνυμα
    • στρατιώτης
    • υπαξιωματικός
    2
  3. Ορισμός
    • Άτομο που κατέχει αξίωμα σε στρατιωτική ή δημόσια υπηρεσία.
    • Άτομο με υψηλή θέση σε ιεραρχική δομή.
    2
  4. Παραδείγματα
    • Ο αξιωματικός έδωσε εντολή για επίθεση.
    • Ο νέος αξιωματικός προήχθη σε ανώτερη θέση.
    2