Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
αξιωματικός (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
υπαξιωματικός
-
αρωματικός
-
σωματικός
-
δικαιωματικός
-
αναπληρωματικός
-
διπλωματικός
-
αισθηματικός
-
ακροαματικός
-
αξιωματούχος
-
ασιατικός
-
θεματικός
-
ελαττωματικός
-
συμπτωματικός
-
κλιματικός
-
σχηματικός
-
χρηματικός
-
στοματικός
-
δραματικός
-
θεαματικός
)
Συνώνυμα
στρατιωτικός
αξιωματούχος
αξιωματικός
3
Αντώνυμα
στρατιώτης
υπαξιωματικός
2
Ορισμός
Άτομο που κατέχει αξίωμα σε στρατιωτική ή δημόσια υπηρεσία.
Άτομο με υψηλή θέση σε ιεραρχική δομή.
2
Παραδείγματα
Ο αξιωματικός έδωσε εντολή για επίθεση.
Ο νέος αξιωματικός προήχθη σε ανώτερη θέση.
2