1. Λέξη
    απαίσιος (επίθετο) - (παρόμοια: απαίσιο - αίσιος - εξαίσιος - ίσιος)
  2. Συνώνυμα
    • φρικτός
    • τρομερός
    • αισχρός
    3
  3. Αντώνυμα
    • υπέροχος
    • θαυμάσιος
    • εξαιρετικός
    3
  4. Ορισμός
    • Πολύ κακός, ανυπόφορος ή δυσάρεστος.
    • Αυτός που προκαλεί αποστροφή ή φόβο.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Η ταινία ήταν απαίσια, δεν την πρότεινα σε κανέναν.
    • Ο καιρός ήταν απαίσιος, με συνεχείς βροχές και κρύο.
    2