1. Λέξη
    εξαίσιος (επίθετο) - (παρόμοια: αίσιος - απαίσιος - ίσιος - εξαίρετος)
  2. Συνώνυμα
    • υπέροχος
    • θαυμάσιος
    • εξαιρετικός
    • εξόχος
    • καταπληκτικός
    5
  3. Αντώνυμα
    • κακός
    • άθλιος
    • απαίσιος
    • μέτριος
    • χάλια
    5
  4. Ορισμός
    • Πολύ καλός, που ξεχωρίζει για την υψηλή ποιότητα ή την αξία του.
    • Εξαιρετικός, που υπερβαίνει τα συνηθισμένα όρια ή προσδοκίες.
    • Αξιοθαύμαστος, που προκαλεί θαυμασμό λόγω της υπεροχής του.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Ο καιρός ήταν εξαίσιος, με καθαρό ουρανό και ζεστή ηλιοφάνεια.
    • Η απόδοσή της στο θεατρικό έργο ήταν πραγματικά εξαίσια.
    • Ένα εξαίσιο δείπνο μας ετοίμασε, με πιάτα γεμάτα γεύση και ποιότητα.
    3