1. Λέξη
    απαγορευμένος (επίθετο) - (παρόμοια: απαγορεύω - απογοητευμένος)
  2. Συνώνυμα
    • απαγορευτικός
    • απαγορευμένος
    • απαγορευόμενος
    3
  3. Αντώνυμα
    • επιτρεπτός
    • επιτρεπόμενος
    • ελεύθερος
    3
  4. Ορισμός
    • Που απαγορεύεται από τον νόμο ή από κάποιο κανόνα.
    • Που δεν επιτρέπεται να γίνει ή να χρησιμοποιηθεί.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Η κατανάλωση αλκοόλ είναι απαγορευμένη σε αυτό το πάρκο.
    • Η χρήση του κινητού τηλεφώνου είναι απαγορευμένη κατά τη διάρκεια της εξέτασης.
    2