Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
απαγορευμένος (επίθετο) - (παρόμοια:
απαγορεύω
-
απογοητευμένος
)
Συνώνυμα
απαγορευτικός
απαγορευμένος
απαγορευόμενος
3
Αντώνυμα
επιτρεπτός
επιτρεπόμενος
ελεύθερος
3
Ορισμός
Που απαγορεύεται από τον νόμο ή από κάποιο κανόνα.
Που δεν επιτρέπεται να γίνει ή να χρησιμοποιηθεί.
2
Παραδείγματα
Η κατανάλωση αλκοόλ είναι απαγορευμένη σε αυτό το πάρκο.
Η χρήση του κινητού τηλεφώνου είναι απαγορευμένη κατά τη διάρκεια της εξέτασης.
2