1. Λέξη
    απαγορεύω (ρήμα) - (παρόμοια: υπαγορεύω - απαγορεύομαι - απαγορεύεται - απαγορευμένος)
  2. Συνώνυμα
    • απαγορεύω
    • αναστέλλω
    • απαγορεύω
    3
  3. Αντώνυμα
    • επιτρέπω
    • αφήνω
    • εγκρίνω
    3
  4. Ορισμός
    • Απαγορεύω σημαίνει να απαγορεύω κάτι, να το κάνω απαγορευμένο ή να το απαγορεύω με νόμο ή κανόνα.
    • Επίσης, μπορεί να σημαίνει να αποτρέπω κάποιον από το να κάνει κάτι.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο δάσκαλος απαγόρευσε την χρήση κινητών τηλεφώνων στην τάξη.
    • Η κυβέρνηση απαγόρευσε την κυκλοφορία των οχημάτων λόγω της κακοκαιρίας.
    2