Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
απαγορεύεται (ρήμα) - (παρόμοια:
απαγορεύω
-
απαγορεύομαι
)
Συνώνυμα
απαγορεύω
αναστέλλω
εμποδίζω
3
Αντώνυμα
επιτρέπω
αφήνω
εγκρίνω
3
Ορισμός
Να μην επιτρέπεται κάτι σύμφωνα με τον νόμο ή τους κανόνες.
Να απαγορεύεται κάτι με επίσημη εντολή ή απόφαση.
2
Παραδείγματα
Απαγορεύεται το κάπνισμα σε όλους τους εσωτερικούς χώρους.
Απαγορεύεται η είσοδος σε ανηλίκους μετά τις 10 το βράδυ.
2