1. Λέξη
    απαγορεύεται (ρήμα) - (παρόμοια: απαγορεύω - απαγορεύομαι)
  2. Συνώνυμα
    • απαγορεύω
    • αναστέλλω
    • εμποδίζω
    3
  3. Αντώνυμα
    • επιτρέπω
    • αφήνω
    • εγκρίνω
    3
  4. Ορισμός
    • Να μην επιτρέπεται κάτι σύμφωνα με τον νόμο ή τους κανόνες.
    • Να απαγορεύεται κάτι με επίσημη εντολή ή απόφαση.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Απαγορεύεται το κάπνισμα σε όλους τους εσωτερικούς χώρους.
    • Απαγορεύεται η είσοδος σε ανηλίκους μετά τις 10 το βράδυ.
    2