1. Λέξη
    απαγωγέας (ουσιαστικό) - (παρόμοια: απαγωγή)
  2. Συνώνυμα
    • απαγωγέας
    • απαγωγέας
    • απαγωγέας
    3
  3. Αντώνυμα
    • απελευθερωτής
    • σωτήρας
    • προστάτης
    3
  4. Ορισμός
    • Πρόσωπο που απαγάγει κάποιον, συνήθως για λύτρα ή για άλλους σκοπούς.
    • Εγκληματίας που εμπλέκεται σε περιπτώσεις απαγωγής.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο απαγωγέας κράτησε το θύμα σε μια μυστική τοποθεσία.
    • Η αστυνομία συνέλαβε τον απαγωγέα μετά από μια επιχείρηση διάσωσης.
    2