Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
απαγωγέας (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
απαγωγή
)
Συνώνυμα
απαγωγέας
απαγωγέας
απαγωγέας
3
Αντώνυμα
απελευθερωτής
σωτήρας
προστάτης
3
Ορισμός
Πρόσωπο που απαγάγει κάποιον, συνήθως για λύτρα ή για άλλους σκοπούς.
Εγκληματίας που εμπλέκεται σε περιπτώσεις απαγωγής.
2
Παραδείγματα
Ο απαγωγέας κράτησε το θύμα σε μια μυστική τοποθεσία.
Η αστυνομία συνέλαβε τον απαγωγέα μετά από μια επιχείρηση διάσωσης.
2