Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
απαγωγή (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
αγωγή
-
απαγωγέας
-
αναπαραγωγή
)
Συνώνυμα
αναρπαγή
αρπαγή
απαγωγή
3
Αντώνυμα
απελευθέρωση
αποδέσμευση
2
Ορισμός
Η πράξη της μεταφοράς ενός ατόμου με τη βία ή την εξαναγκαστική μέθοδο, χωρίς τη συγκατάθεσή του.
Η παράνομη μεταφορά ενός ατόμου, συνήθως με σκοπό την απόσπαση λύτρων ή για άλλους εγκληματικούς σκοπούς.
2
Παραδείγματα
Η απαγωγή του επιχειρηματία προκάλεσε μεγάλη ανησυχία στην τοπική κοινότητα.
Η αστυνομία κατάφερε να ελευθερώσει το θύμα της απαγωγής πριν από την πληρωμή των λύτρων.
2