1. Λέξη
    απαίσιο (επίθετο) - (παρόμοια: απαίσιος - αίσιος)
  2. Συνώνυμα
    • φρικτό
    • τρομερό
    • απαίσιο
    • φριχτό
    4
  3. Αντώνυμα
    • όμορφο
    • ευχάριστο
    • ευάρεστο
    • γλυκό
    4
  4. Ορισμός
    • Πολύ άσχημο ή τρομερό, που προκαλεί αποστροφή ή φόβο.
    • Αντιπαθητικό ή δυσάρεστο σε υπερβολικό βαθμό.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Η ταινία είχε μια απαίσια ατμόσφαιρα που με έκανε να νιώθω άβολα.
    • Έκανε μια απαίσια παρατήρηση που θόλωσε τη διάθεση όλων.
    2