Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
απαίσιο (επίθετο) - (παρόμοια:
απαίσιος
-
αίσιος
)
Συνώνυμα
φρικτό
τρομερό
απαίσιο
φριχτό
4
Αντώνυμα
όμορφο
ευχάριστο
ευάρεστο
γλυκό
4
Ορισμός
Πολύ άσχημο ή τρομερό, που προκαλεί αποστροφή ή φόβο.
Αντιπαθητικό ή δυσάρεστο σε υπερβολικό βαθμό.
2
Παραδείγματα
Η ταινία είχε μια απαίσια ατμόσφαιρα που με έκανε να νιώθω άβολα.
Έκανε μια απαίσια παρατήρηση που θόλωσε τη διάθεση όλων.
2